- χαλάτριον
- χαλάτριον,A v. χαλάδριον: hence [full] χαλατριόομαι, to be furnished with mats, PLond.3.1164h.7 (iii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαλάτριον — τὸ, ΜΑ βλ. χαλάδριον … Dictionary of Greek
χαλάδριον — και χαλάτριον και χαράδριον και χελάδριον, τὸ, ΜΑ στρώμα, στρωσίδι από ψάθα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. χαλάδριον ανάγεται στο θ. χαλα τού χαλῶ, άω «χαλαρώνω» (πρβλ. αόρ. χαλά σαι) και εμφανίζει επίθημα δριον, το οποίο έχει προέλθει από λ. σε δρος / δρον… … Dictionary of Greek
χαλατριώ — όω, Α [χαλάτριον] (το παθ.) χαλατριοῡμαι, όομαι εφοδιάζομαι με χαλάτρια, με ψάθινα στρωσίδια («πλοῑον κεχαλατριωμένον», πάπ.) … Dictionary of Greek